- μελισσοβότανον
- μελισσο-βότᾰνον, τό,A balm, Melissa officinalis, Sch. Theoc.4.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελισσοβότανο — το (Α μελισσοβότανον) κοινή σήμερα ονομασία τού φυτού μέλισσα … Dictionary of Greek